πυρροί

πυρροί
πυρρόομαι
become red
pres subj mp 2nd sg
πυρρόομαι
become red
pres ind mp 2nd sg
πυρρός
flame-coloured
masc nom/voc pl (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φόλυς — υος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. «φόλυες κύνες οἳ πυρροὶ ὄντες μέλανα στόματα εἶχον». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, το ερμήνευμα τού Ησύχ. πρέπει να διορθωθεί σε: oἵ πυρροί… …   Dictionary of Greek

  • επιφοινικίζω — ἐπιφοινικίζω (Α) παίρνω χρώμα φοινικούν, άλικο, κοκκινίζω («μικρὸν ἐπιφοινικίζουσι, καὶ γίνονται πυρροί [οἱ καρποί]» Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φοινικίζω (< φοίνιξ ΙV «πορφύρα»)] …   Dictionary of Greek

  • πυρρός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”